ετερόγλωσσος

Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑτερόγλωσσος, -ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες.
επίρρ...
ἑτερογλώσσως
σε ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί-γλωσσος, εύ-γλωσσος].