εφτάχρωμος

Revision as of 09:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει επτά χρώματα, επτάχρωμος
2. συνεκδ. η ίριδα, το ουράνιο τόξο («το εφτάχρωμο δοξάρι τ' ουρανού», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. δί-χρωμος, πολύ-χρωμος].