εφτάχρωμος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει επτά χρώματα, επτάχρωμος
2. συνεκδ. η ίριδα, το ουράνιο τόξο («το εφτάχρωμο δοξάρι τ' ουρανού», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. δίχρωμος, πολύχρωμος].