δοξάρι

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν)
τόξο
νεοελλ.
1. ουράνιο τόξο
2. ο ουράνιος θόλος
3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους
4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ.λπ.
5. είδος πριονιού τών ξυλουργών
6. καμπύλο ξύλο που συγκρατεί τα σχοινιά που ξεκινούν κι από τις δύο πλευρές της ζεύγλης του ζώου που περιστρέφει το μαγγάνι
7. παιδικό παιχνίδι ανάλογο με το αρχαίο τόξο.