δοξάρι
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
Greek Monolingual
το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν)
τόξο
νεοελλ.
1. ουράνιο τόξο
2. ο ουράνιος θόλος
3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους
4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ.λπ.
5. είδος πριονιού τών ξυλουργών
6. καμπύλο ξύλο που συγκρατεί τα σχοινιά που ξεκινούν κι από τις δύο πλευρές της ζεύγλης του ζώου που περιστρέφει το μαγγάνι
7. παιδικό παιχνίδι ανάλογο με το αρχαίο τόξο.