ο(ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του αργιλίου, του μαγγανίου και του σιδήρου που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosphorite < eosphor- (πρβλ. ἑωσφόρος) + -ite (πρβλ. κατάλ. -ίτης)].