εὐθύφρων

Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) A whole-hearted, sincere, A.Eu.1040, f.l. ib.1034 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1072] ον, geradsinnig, = εὔφρων, Aesch. Eum. 987. 992.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύφρων: -ον, (φρὴν) ὀρθῶς φρονῶν, Αἰσχ. Εὐμ. 1040, πρβλ. Εὐστ. Πονημ. 130. 70· - ἐν Εὐμ. 1034 ὁ Δινδόρφ. διορθοῖ: ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ, ἀντὶ εὐθύφρονι... τῶν κωδ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
au cœur droit, bienveillant.
Étymologie: εὐθύς, φρήν.

Greek Monolingual

εὐθύφρων, -ον (ΑΜ)
ο ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, γεν. φρεν-ός (πρβλ. εύ-φρων, παρά-φρων)].

Greek Monotonic

εὐθύφρων: -ον (φρήν), αυτός που σκέφτεται σωστά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύφρων: 2, gen. ονος благомыслящий, благожелательный Aesch.

Middle Liddell

φρήν
right-minded, Aesch.