εὔσωμος

Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A sound in body, EM105.46. εὐσωπία· ἡσυχία, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσωμος: -ον, εὔρωστος τὸ σῶμα, εὔσαρκος, κοινῶς «γεμᾶτος» Ἐτυμολ. Μ. 105. 46.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσωμος, -ον)
αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση
νεοελλ.
σωματώδης, μεγαλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλό-σωμος, τρί-σωμος].