το (Α ζωάριον)(υποκορ. του ζώο)μικρό ζώο, ζούδινεοελλ.μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -άριο (πρβλ. βιβλι-άριο, ω-άριο)].