θρησκόληπτος

Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη θρησκεία, αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. εύ-ληπτος, οινό-ληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].