ιάτραινα

Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἰάτραινα, ἡ (ΑΜ)
μσν.
μαμμή, μαία
αρχ.
η γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + κατάλ. -αινα (πρβλ. θέ-αινα, λύκ-αινα)].