εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ἰάτραινα, ἡ (ΑΜ)μσν.μαμμή, μαίααρχ.η γιατρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + κατάλ. -αινα (πρβλ. θέαινα, λύκαινα)].