ιάτραινα

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

ἰάτραινα, ἡ (ΑΜ)
μσν.
μαμμή, μαία
αρχ.
η γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + κατάλ. -αινα (πρβλ. θέαινα, λύκαινα)].