ιαμεναί

Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἰαμεναί, αἱ (Α)
ειαμεναί. λιβάδια με άφθονη βλάστηση σε τόπους υγρούς, κοντά σε βάλτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ιαμεναί όσο και ο τ. ίαμνοι είναι διαφορετικές γραφές του ειαμενή, -αί και άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένη μτχ. (πρβλ. δεξαμενή)].