ἱππογνώμων, -ον (Α)1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους2. ταχύς ή οξύς στην κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρο-γνώμων, προβατο-γνώμων.