ιστιοδέτης

Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual


ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών της αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο-δέτης, λαιμο-δέτης.