ἰσοχειλής, -ές (Α)1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χειλής (< χεῑλος), πρβλ. αμβλυ-χειλής, λεπτο-χειλής].