ἰχνομυθῶ, -έω (Μ)εξιστορώ σε γενικές γραμμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. αερο-μυθώ, στοιχο-μυθώ].