κακηπελία

Revision as of 10:17, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Ep. κακηπελίη, ἡ, A evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.

Greek Monolingual

κακηπελία και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)
η κακή κατάσταση υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακήπελος < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ-ηπελία). Για το -η- του τ. βλ. κακηπελέων.