καπνίτης

Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[ῑ] λίθος A smoky quartz, Alex. Trall.1.15. II fem. καπν-ῖτις (v.l. -ίτης), = καπνός ΙΙ, Ps.-Dsc.4.109.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, = κάπνιος, Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καπνίτης: ὁ, = κάπνιος ΙΙ, Διοσκ. 4. 110.

Greek Monolingual

ὁ (Α καπνίτης)
νεοελλ.
ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία
αρχ.
φρ. «καπνίτης λίθος» — καπνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίτης, (πρβλ. πισσ-ίτης, πυρ-ίτης)].