καπνιά

Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η (Α καπνία)
νεοελλ.
1. η μουντζούρα από καπνό
2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους
3. νόσος τών φυτών
αρχ.
η καπνοδόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kapinija «καπνοδόχος». Το νεοελλ. καπνιά < καπνός + επίθημα -ιά (πρβλ. λαδ-ιά, μελαν-ιά)].