κατάκαρδος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς, ολόψυχος
2. εγκάρδιος.
επίρρ...
κατάκαρδα
1. στο βάθος της καρδιάς («η σφαίρα τον βρήκε κατάκαρδα»)
2. φρ. α) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» — αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία
β) «τον άγγιξες κατάκαρδα» — τον έθιξες καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. λεοντό-καρδος, μεγαλό-καρδος].