ἡ, (καίνω) A murder, Hsch.(pl.): hence, = κώνειον, Ps.-Dsc. 4.78.
[Seite 1480] ἡ, der Mord, Hesych. Vgl. καίνω.
κονή, ἡ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) φόνος2. κώνειο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κον- (πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α, του καίνω «φονεύω») + κατάλ. -ή].