κρειοδόκος

Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A containing flesh, AP6.306.8 (Aristo).

Greek (Liddell-Scott)

κρειοδόκος: -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. κρεηδόκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou conserve de la viande.
Étymologie: κρέας, δέκομαι.

Greek Monolingual

κρειοδόκος, -ον (Α)
φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» — σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο- (πρβλ. κρεο-) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου-δόκος, μηλο-δόκος.

Russian (Dvoretsky)

κρειοδόκος: Anth. = κρεηδόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρειοδόκος -ον [κρέας, δέχομαι] vlees bevattend.