οναυτ. ναυτικός κόμβος χρήσιμος για την πρόσδεση λεπτού σχοινιού σε κόρακα, δηλ. σε γάντζο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράκι με σημ. «γάντζος» + -δεσμος (< δεσμός < δέω «δένω»), πρβλ. επί-δεσμος, κεφαλό-δεσμος].