λέαινα

Revision as of 14:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ἡ, fem. of λέων, A lioness, Hdt.3.108: metaph., δίπους λ., of Clytaemnestra, A.Ag.1258; λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19. II λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος, = σχῆμά τι συνουσίας, Ar.Lys.231. III pl., women dedicated to Mithras, Porph.Abst.4.16 (cf. λέων VI); title of Hecate, ibid. IV name of several salves, Orib.Fr.75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17.

German (Pape)

[Seite 21] ἡ, fem. zu λέων, die Löwinn, Her. 3, 108 u. A. Übertr. bei den Tragg., αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ Aesch. Ag. 1258; – λέαινα ἐπὶ τυροκνήστιδος, σχῆμά τι συνουσίας, VLL. aus Ar. Lys. 231.

Greek (Liddell-Scott)

λέαινα: ἡ, θηλ. τοῦ λέων, Ἡρόδ. 3. 108· μεταφ., δίπους λ., ἡ Κλυταιμνήστρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258· λέαινας μαζὸν ἐθήλαζε, ὡς σύμβολον ἀγριότητος, Θεόκρ. 3. 15. ΙΙ. σχῆμά τι συνουσίας, Ἀριστοφ. Λυσ. 231.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lionne.
Étymologie: fém. de λέων.

Greek Monolingual

η (Α λέαινα)
1. το θηλυκό λιοντάρι («ἡ δὲ δὴ λέαινα... ἅπαξ ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», Ηρόδ.)
2. μτφ. γενναία και μαχητική γυναίκα
αρχ.
1. προσωνυμία της Εκάτης
2. ονομασία διαφόρων κολλυρίων
3. στον πληθ. αἱ λέαιναι
γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα
4. φρ. «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — ονομασία μιας στάσης συνουσίας
5. παροιμ. φρ. μτφ. α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (Θεόκρ.) β) «δίπους λέαινα»
μτφ. η Κλυταιμνήστρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + κατάλ. -αινα (πρβλ. δράκ-αινα, λύκ-αινα)].

Greek Monotonic

λέαινα: ἡ, θηλ. του λέοντος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λέαινα: ἡ львица Her., Aesch., Arph. etc.

Middle Liddell

λέαινα, ἡ, [fem. of λέων
a lioness, Hdt., Aesch.