λαμπροφεγγής
English (LSJ)
ές,
A brightly shining, PMag.Par.1.386.
Spanish
que brilla luminosamente, brillante
Greek Monolingual
λαμπροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο-φεγγής, νεο-φεγγής].