λαμπροφεγγής

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπροφεγγής Medium diacritics: λαμπροφεγγής Low diacritics: λαμπροφεγγής Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: lamprophengḗs Transliteration B: lamprophengēs Transliteration C: lamprofengis Beta Code: lamprofeggh/s

English (LSJ)

λαμπροφεγγές, brightly shining, PMag.Par.1.386.

Spanish

que brilla luminosamente, brillante

Greek Monolingual

λαμπροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαοφεγγής, νεοφεγγής].

Léxico de magia

-ές que brilla luminosamente, brillante de divinidades ἐγὼ γάρ εἰμι Βαρβαρ Ἀδωναί, ὁ τὰ ἄστρα κρύβων, ὁ λ. οὐρανοῦ κρατῶν pues yo soy Barbar Adonáis, el que oculta los astros, el brillante dominador del cielo P IV 386 κύριε, χαῖρε, ... δυνάστα πνεύματος, λαμπροφεγγῆ señor, te saludo, soberano del espíritu, que brillas luminosamente P IV 714