λαμπροφεγγής
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
λαμπροφεγγές, brightly shining, PMag.Par.1.386.
Spanish
que brilla luminosamente, brillante
Greek Monolingual
λαμπροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαοφεγγής, νεοφεγγής].
Léxico de magia
-ές que brilla luminosamente, brillante de divinidades ἐγὼ γάρ εἰμι Βαρβαρ Ἀδωναί, ὁ τὰ ἄστρα κρύβων, ὁ λ. οὐρανοῦ κρατῶν pues yo soy Barbar Adonáis, el que oculta los astros, el brillante dominador del cielo P IV 386 κύριε, χαῖρε, ... δυνάστα πνεύματος, λαμπροφεγγῆ señor, te saludo, soberano del espíritu, que brillas luminosamente P IV 714