λιγοστός

Revision as of 14:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και ολιγοστός -ή, -ό (AM ὀλιγοστός -ή, -όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και λιγοστός, -ή, -όν)
ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», Αριστοτ.)
αρχ.
ένας από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», Πλούτ.)
επίρρ...
λιγοστά (Α ὀλιγοστῶς)
νεοελλ.
ανεπαρκώς
αρχ.
σε πολύ λίγο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + ποσοστιαία κατάλ. -(ο)στός (πρβλ. εκατ-οστός)].