λινοστατώ

Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

λινοστατῶ, -έω (Α)
1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια
2. παθ. λινοστατοῦμαι, -έομαι
περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ' οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (< -στάτης< ασθ. θ. στᾰ- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. επι-στατώ, πρωτο-στατώ].