μήνις

Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α μῆνις και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις)
σφοδρή και παρατεταμένη οργή, διαρκής θυμός, μάνιτα («μῆνιν ἄειδε, θεά...», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μένω ή αυτή που συνδέει τη λ. με το μένος στηρίζονται σε σημασιολογικά κριτήρια (μῆνις «διαρκής οργή»), αλλά προσκρούουν σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λατ. mānēs «χωρισμένες ψυχές» (πρβλ. ἐμ-μᾶνις: im-manis «πελώριος, φρικτός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μνᾶνις, πρβλ. μέμνημαι. Τέλος, η λ. συνδέεται πιθ. με το μαιμάω].