μαγνητοσκοπώ

Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + -σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστερο-σκοπώ, βολιδο-σκοπώ].