μαγνητοσκοπώ
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
Greek Monolingual
εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + -σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστεροσκοπώ, βολιδοσκοπώ].