μονόγνωμος

Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και μόγνωμος, -η, -ο
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, ομόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύ-γνωμος].