μορφινομανία

Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. εθισμός και εξάρτηση από τη μορφίνη, ακατανίκητο πάθος για τη μορφίνη, τυπική μορφή τοξικομανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomanie (< μορφίνη + -μανία < -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].