ψεφαρός

Revision as of 15:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ά, όν, A gloomy, cloudy, Hp. ap. Gal.19.156 (v.l. for ὑποψ- in Hp.Prorrh.1.116).

German (Pape)

[Seite 1396] trübe, dunkel, finster, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφᾰρός: -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· ψέφος γὰρ τὸ σκότος» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
σκοτεινός, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. ψέφαρ (πρβλ. γεραρός)].