γεραρός

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερᾰρός Medium diacritics: γεραρός Low diacritics: γεραρός Capitals: ΓΕΡΑΡΟΣ
Transliteration A: gerarós Transliteration B: geraros Transliteration C: geraros Beta Code: geraro/s

English (LSJ)

ά, όν,
A of reverend bearing, majestic, Il.3.170; γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς ib.211; γεραρὴ τράπεζα a table of honour, Xenoph.1.9; γεραραῖς χερσί IG14.818; ἀνὴρ γ. τὸ εἶδος Plu.Alex.26; τὸ γ. τοῦ ἤθους M.Ant.1.15. Adv. γεραρῶς, μέλπουσιν AP9.692.
2 later, = γεραιός, A.Ag.722 (lyr.); γ. τοκῆες IG3.1335, Q.S.9.90.
3 γεραροί, οἱ, elders, A.Supp.667 (lyr.); but γεραραί = priestesses of Dionysus is f.l. for γέραιραι in D.59.73, al.; cf. Μητρὸς… πρόπολος σεμνή τε γέραιρα IG2.2116, and γεραίρας (acc. pl.) is prob. l. in Il.6.270, cf. 87,287 (cf. Sch. BT); cf. EM227.35. (γέραιρα old fem. of γεραρός; cf. χίμαιρα: χίμαρος.)

Spanish (DGE)

(γερᾰρός) -ά, -όν
• Alolema(s): jón. fem. -ή Xenoph.1.9
I 1de noble porte, majestuoso de pers. ἀνὴρ ... καλὸς ... γ. Il.3.170, ἄμφω δ' ἑζομένω γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς sentados ambos tenía más prestancia Odiseo, Il.3.211, βασιλῆες epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.31, ὅδε (Ἀγαμέμνων) στρατηγεῖν μαθὼν γεραρώτερος φαίνεσθαι X.Mem.3.1.4, ἀνὴρ πολιὸς ... τὴν κόμην καὶ γ. τό εἶδος Plu.Alex.26, γεραραῖς χερσί de un anciano IG 14.818 (Neápolis)
p. ext. tb. del hogar o la mesa αἰθομένου δὲ πυρὸς γεραρώτερος οἶκος ἰδέσθαι pero si está encendido el fuego más majestuosa aparece la casa epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.31, γεραρή τε τράπεζα mesa suntuosa Xenoph.l.c.
dicho del carácter que infunde respeto τὸ εὔκρατον τοῦ ἤθους καὶ μειλίχιον καὶ γ. M.Ant.1.15.
2 honorable por condición o posición social γεραροὶ τοκῆες IG 22.7447.17 (II d.C.), cf. Q.S.9.90, de Baco, Orph.H.54.4.
II subst.
1 οἱ γεραροί los ancianos A.A.722, Supp.667.
2 αἱ γεραραί las venerables sacerdotisas, esp. las de Dioniso, Hsch., cf. γεραιρά.
III adv. γεραρῶς = con veneración μέλπουσιν AP 9.692.

German (Pape)

[Seite 485] (γέρων, γεραιός, γέρας; von γεραρός ist γεραίρω abgeleitet, nicht umgekehrt), Achtung gebietend, stattlich, ehrwürdig; Hom. zweimal: Iliad. 3, 170 sagt Priamos ὥς μοι καὶ τόνδ' ἄνδρα πελώριον ἐξονομήνῃς, ὅς τις ὅδ' ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε. ἤτοι μὲν κεφαλῇ καὶ μείζονες ἄλλοι ἔασιν· καλὸν δ' οὕτω ἐγὼν οὔ πω ἴδον ὀφθαλμοῖσιν οὐδ' οὕτω γεραρόν· βασιλῆι γὰρ ἀνδρὶ ἔοικεν; der also Beschdiebene ist Agamemnon; vs. 211 στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, ἄμφω δ' ἑζομένω, γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς. – Bei den Folg. zum Teil = alt, ehrwürdig durch das Alter, vgl. γεραιός; Aesch. Ag. 722; Eur. Suppl. 742; öfter sp. D.; Plut. Alex. 26 γεραρὸς τὸ εἶδος, u. Sp. Auch von Dingen, ansehnlich, stattlich, τράπεζα Xenophan. bei Ath. XI, 462 e; τὸ γερ. ἤθους M. Ant. 1, 15. Vgl. γεραιρός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
digne de respect, vénérable ou imposant par son aspect ; particul. vénérable par son âge ou par sa condition;
Cp. γεραρώτερος.
Étymologie: γέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεραρός -ά -όν γέρας eerbiedwaardig, majestueus:; γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς Odysseus was majestueuzer Il. 3.211; subst. f. plur.:; γεραίραι eerbiedwaardige priesteressen (van Dionysus) Dem. 59.73; ook van zaken:. γεραρὴ τράπεζα eretafel Xenoph. B 1.9.

Russian (Dvoretsky)

γερᾰρός:
1 почтенный, уважаемый, достойный (ἀνήρ Hom.; γ. τὸ εἶδος Plut.);
2 Aesch., Eur. = γεραιός I.
γεραρός: IIжрец Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

γερᾰρός: -ά, -όν, (γεραίρω) ἔχων ἐπιβάλλον ἐξωτερικόν, μεγαλοπρεπής, Ἰλ. Γ. 170· γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεὺς αὐτόθι 211· γεραρὴ τράπεζα, τράπεζα τιμῆς, Ξενοφάν. 1 9 Bgk.· γεραραῖς χερσὶν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 670. 2) βραδύτερον, = γεραιὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 722· γ. τοκῆες Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 3) γεραροί, οἱ, ἱερεῖς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 667· οὕτω γεραραί, ὡς νῦν γράφεται ἀντὶ τοῦ γεραιραὶ ἐν Δημ. 1369, 1371, 1372, ἱέρειαι τοῦ Διονύσου· ἀλλά, Μητρὸς… πρόπολος σεμνή τε γεραιρά, ἀπαντᾷ ἐν Ἀττ. Ἐπιτυμβ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 44.

Greek Monolingual

-ά, -όν (AM γεραρός, -ά, -όν)
αξιοσέβαστος
αρχ.
1. γεραιός
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ γεραροί
οι πρεσβύτεροι, οι ιερείς
3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) αἱ γεραραί
ιέρειες του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέραρ, παράλληλος τ. του γέρας με θέμα σε -τ].

Greek Monotonic

γερᾰρός: -ά, -όν (γεραίρω),
I. 1. αυτός που έχει σεβάσμιο παρουσιαστικό, μεγαλοπρεπής, ηγεμονικός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. = γεραιός, σε Αισχύλ.
II. γεραροί, οἱ, οι ιερείς, στον ίδ.· γεραραί, οι ιέρειες (του Διονύσου), σε Δημ.

Middle Liddell

γεραίρω
I. of reverend bearing, majestic, Il.
2. = γεραιός, Aesch.
II. γεραροί, οἱ, priests, Aesch.; γεραραί, priestesses, Dem.