καραβοστάσι

Revision as of 18:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
μέρος της θάλασσας κοντά στην ακτή κατάλληλο για προσωρινή παραμονή τών πλοίων, αγκυροβόλιο, αραξοβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + στάσι (< -στάσιον < ασθενές θ. στᾰ- του -στη-μι), πρβλ. εικονοστάσι, λιοστάσι].