κλέβδην

Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

Dor. κλέβδᾱν, Adv. A by stealth, A.D.Adv.198.6, EM103.13.

German (Pape)

[Seite 1447] dor. κλέβδαν, verstohlener Weise, heimlich; B. A. 611, 27; E. M. 103, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλέβδην: Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. διὰ κλοπῆς, κρύφα «κλεφτά», Λατ. clam, Α. Β. 611, Ἐτυμολ. Μέγ. 103.

Greek Monolingual

κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α)
επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπ-δην με ηχηροποίηση του -π- προ του ηχηρού -δ- < θ. κλεπ- του κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. άρδην, φύρδην)].