κλάρα
Greek Monolingual
η
1. μεγάλο κλαρί, κλάδος
2. φρ. α) «τους πήρε με την κλάρα» — τους έτρεψε σε φυγή χωρίς κόπο
β) «πού τήν πας την κλάρα» ή «κόψ' την κλάρα» — σε ποιον τά λες αυτά, ποιον προσπαθείς να εξαπατήσεις
3. ζωολ. κοινή ονομασία αρπακτικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλα, μπουκάλα].