κοψοκεφαλιάζω
Greek Monolingual
κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -κεφαλ-ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονοκεφαλιάζω, σπαζοκεφαλιάζω].
κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -κεφαλ-ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονοκεφαλιάζω, σπαζοκεφαλιάζω].