πονοκεφαλιάζω
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
Greek Monolingual
και πονοκεφαλώ, -άω, Ν πονοκέφαλος
1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του»)
2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι
3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο ή αδιάκοπες ομιλίες.