πονοκεφαλιάζω
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Greek Monolingual
και πονοκεφαλώ, -άω, Ν πονοκέφαλος
1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του»)
2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι
3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο ή αδιάκοπες ομιλίες.