θυοφόρος
German (Pape)
[Seite 1226] Weihrauch, Opfer darbringend, Greg. Naz.
Greek Monolingual
θυοφόρος, ὁ (Α)
ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδοφόρος, τροπαιοφόρος.
[Seite 1226] Weihrauch, Opfer darbringend, Greg. Naz.
θυοφόρος, ὁ (Α)
ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδοφόρος, τροπαιοφόρος.