μουγγαμάρα

Revision as of 07:55, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση του μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα
2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. -αμάρα (πρβλ. βουβαμάρα, κουταμάρα)].