μειοδότρια

Revision as of 09:33, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μειοδότης, ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια
αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη τιμή σε δημοπρασία, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου ή την προμήθεια ενός προϊόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].