μονογνώμων

Revision as of 10:11, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A self-willed, wayward, Ptol.Tetr.158 (Comp., 168), Vett.Val.12.4. II invested with supreme authority, D.H.2.12,5.71.

German (Pape)

[Seite 202] ον, der seinem eigenen Urtheile folgt, selbstständig, eigenmächtig, D. Hal. 5, 71.

Greek (Liddell-Scott)

μονογνώμων: -ον, δύστροπος, δύσκολος, ἰδιογνώμων, Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71.

Greek Monolingual

μονογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος
3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρογνώμων.