κόμιστρον

Revision as of 13:10, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

τό (usu. in plural, sg. in SIG (v. infr.), Poll.7.133), A reward for saving, ψυχῆς κ. A.Ag.965. 2 reward for returning lost property, SIG1184.4 (Cnidus). 3 payment for maintenance (?), Leg.Gort.3.37. II reward for bringing, E.HF1387.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Lohn, Dank für Errettung; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.

Greek (Liddell-Scott)

κόμιστρον: τό, (κομίζω) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ σῶστρα, διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.

Greek Monotonic

κόμιστρον: τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα,
I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ.
II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κόμιστρον: τό (только pl.)
1) награда за доставку (κυνός = Κερβέρου Eur.);
2) награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμιστρον -ου, τό [κομίζω] loon voor het terugbrengen:. ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε als compensatie voor het terugbrengen van deze man Aeschl. Ag. 965.

Middle Liddell

κόμιστρον, ου, τό, κομίζω
I. in plural, like σῶστρα, reward for saving, Aesch.
II. reward for bringing, Eur.