ξενών

Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, A guest-chamber, in plural, E.Alc.543, 547; ξενῶνας οἶγε Com.Adesp. 1211, cf. D.S.13.83, J.BJ5.4.4: sg., Pl.Ti.20c; = ξενοδοχεῖον, OGI609.21 (Syria, iii A. D.), Just.Nov.59.3; cf. ξενεών.

German (Pape)

[Seite 278] ῶνος, ὁ, das Fremdenzimmer, Eur. Alc. 546. 550; die Herberge, Plat. Tim. 20 c; Luc. am. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ξενών: -ῶνος, ὁ, κατάλυμααἴθουσα ἐν τῇ οἰκίᾳ πρὸς ὑποδοχὴν ξένων, Εὐρ. Ἄλκ. 543, 547, Πλάτ. Τίμ. 20C· ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους Κωμικ. Ἀνώνυμ. 17· πρβλ. ξενοδοχεῖον.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
chambre réservée aux étrangers.
Étymologie: ξένος.

Greek Monotonic

ξενών: -ῶνος, ὁ (ξένος), δωμάτιο για φιλοξενούμενους, κατάλυμα, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενών: ῶνος ὁ
1) помещение для гостей Eur.;
2) постоялый двор, гостиница Plat.

Middle Liddell

ξενών, ῶνος, ὁ, ξένος
a guest-chamber, Eur.

English (Woodhouse)

guest-chamber