συνεδρεία

Revision as of 13:29, 27 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,
A sitting as σύνεδροι or in conference, session, meeting, Aeschin.3.93,94, SIG330.34 (Ilium, iv B.C.), PFrankf.7v.14 (iii B.C.), PTeb.43.30, 61 (b).223, 72.155,171 (ii B.C.); ἀποχωροῦντα ἀπὸ τῆς συνεδρείας = withdrawing from the circle of friends, X.Mem.4.2.3; ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία = his conference with his friends, Plb.18.54.2; παρακληθεὶς ἐπὶ συνεδρείαν Phld.Vit. p.31 J.; coupled with συμβουλή, Vit.Philonid.p.10 C.; sitting of the Roman Senate, D.C.55.3.
II tenure of office of σύνεδρος, OGI504.7, 507.11 (Aezani, ii A.D.).
III v. συνεδρία. (Written συνεδρία in X. and Aeschin. Il. cc., SIG l.c. (gen. pl. συνεδριῶν), Phld.Rh.1.378 S., but συνεδρεία in other Pap. from iii B.C., also OGIll. cc. and codd. of Plb. and D.C. ll.cc.)

German (Pape)

[Seite 1010] ἡ, = συνεδρία, von συνεδρεύω, Berathschlagung, μετὰ τῶν φίλων Pol. 18, 37, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεδρεία: ἡ, ἴδε συνεδρία.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συνεδρεύω
συνεδρία.

Greek Monotonic

συνεδρεία: ἡ, = συνεδρία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνεδρεία: ἡ v. l. = συνεδρία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεδρεία -ας, ἡ zie συνεδρία.

Middle Liddell

συνεδρεία, ἡ, = συνεδρία, Arist.]