ἀνδροτής

Revision as of 12:15, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ῆτος, ἡ, A manhood, Il.16.857, 24.6 (with first syllable shortened; v.l. ἁδροτῆτα). II = ἀνδρεία, Phintys ap.Stob.4.23.61.

German (Pape)

[Seite 219] ῆτος, ἡ, Mannheit, Hom. Iliad. 16, 857. 22, 363 ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην; 24, 6 ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ. Über die v.l. ἁδροτῆτα s. unter ἁδροτής.

English (Autenrieth)

ῆτος: manliness, manly beauty; λιποῦσ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην, Il. 16.857, Il. 22.363; ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ, Il. 24.6, where the first syllable is shortened. See ἁδροτής.

Greek Monolingual

ἀνδροτής, -ῆτος, ἡ (Α)
ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή του ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα].

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροτής: ῆτος ἡ Hom. = ἀνδρεία I.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: manhood, strength (Π 857 etc.)
Origin: IE [Indo-European] [765] *h₂ner- man
Etymology: ἀνδροτητα fits the hexameter if read *anr̥tata. But see Eva Tichy Glotta 59 (1981) 55.