ὕπομβρος

Revision as of 12:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ον, A mixed with rain, θέρος ὕ. a rainy summer, Plu.Cam. 3 (as v.l. for ἔπομβρον) ; ἔαρ Gp.1.12.21; νύξ EM450.49; γῆ Philostr. Im.1.9, cf. Ph.Bel.82.28, 97.27; impregnated, ἀσφάλτῳ Philostr.VA 1.24. II ὕπομβρον ὀστέον Hp. ap. Erot., who explains it as ὑπόνομον καὶ κάθυγρον γεγονός, and ap.Gal.19.149, who says ὕφυγρον, ὑπόπυον, where the reference is to Hp.VC15; μόλις ὕπομβρον γενόμενον καὶ κατακλυσθὲν τὸ ἱερεῖον apparently drenched, as t.t. in divination, Plu.2.438a.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπομβρος: -ον, βροχερός πως, θέρος ὕπ., βροχερὸν θέρος, Πλουτ. Κάμιλλ. 3 (Schäf ἔπομβρον), πρβλ. 3. 438Α· τὸ ἔαρ ὕπομβρον Γεωπ. 1. 12, 21· νὺξ ὕπομβρος Ἐτυμ. Μ. σ. 450, 49· ὕπομβρος δὲ ἀσφάλτῳ ἡ χώρα Φιλόστρ. 30. ΙΙ. ὕφυγρος, Γαλην. Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ. σ. 584.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu pluvieux ou humide.
Étymologie: ὑπό, ὄμβρος.

Greek Monotonic

ὕπομβρος: -ον, αναμεμιγμένος με βροχή, κάπως βροχερός, θέροςὕπομβρον, βροχερό καλοκαίρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπομβρος:
1) несколько дождливый, сырой (θέρος Plut.);
2) дождевой (νεφέλαι Plut.).

Middle Liddell

ὕπ-ομβρος, ον,
mixed with rain, θέρος ὑπ. a rainy summer, Plut.