ποδόρρωρος

Revision as of 18:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

η, ον, (ῥωρός) A swift-footed, Call.Dian.215 (v.l. -ρρώην).

Greek Monolingual

-ον, Α
το θηλ. ποδορρώρη
διόρθωση του ποδορρώη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ῥωρός «σφοδρός» (< ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»)].